Ο Γιάννης Αυγέρης επιλέγει …
Για το photologio, ο φωτογράφος Γιάννης Αυγέρης ανασύρει από το προσωπικό του αρχείο 4+1 αγαπημένες του φωτογραφίες, και μας τις παρουσιάζει μαζί με προσωπικές σκέψεις και αναμνήσεις …
Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν’ αμφιβάλλει λίγο,
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ’ άλλο.
(Edgar Allan Poe)
Αυτά τα βλέμματα δεν ξέρω
Αν γίνονται ποτέ χειρονομίες.
(Μιχάλης Γκανάς)
Ξύσε το λούστρο των νυχιών σου,
το ρίμελ, το make up και μίλησέ μου
— Είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω,
ανίατα μεσοπόλεμος… Ας πάμε
λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου
να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε…
(Βύρων Λεοντάρης)
Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει, να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού, καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες. Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες και νύχτες 75 είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές, ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν· ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας λεύγες και λεύγες· ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας. Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει· στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος.
(Γ. Σεφέρης – Τελευταίος Σταθμός)
Ο Γιάννης Αυγέρης επιλέγει … Sergio Larrain
Το παιχνίδι της φωτογραφίας είναι να αφεθείς, να αφήσεις την περιπέτεια να ξεκινήσει, να έρθει.
Σαν ένα ιστιοφόρο που ρίχνει τα πανιά του.
(Sergio Larrain)
Info (σε πρώτο πρόσωπο):
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Γιάννενα. Το 1978 μπήκα στο σκοτεινό θάλαμο της φωτογραφίας και έτσι ταξιδεύω τώρα τόσα χρόνια. Τυπώνοντας θραύσματα μνήμης σε λευκά χαρτιά μέχρι τον τελευταίο κόκκο άμμου της αναποδογυρισμένης κλεψύδρας. Όσο περνάει ο χρόνος τα ίχνη σβήνουν, τι να σώσουν και τα ερείπια του χαρτιού.
Αχ βρε Κατερίνα μας τα έλεγες εσύ από παλιά αλλά εμείς οι άμυαλοι δεν σε πιστεύαμε…
« Ο φωτογράφος μένει στο σκοτάδι
Γιατί αυτός μέσα στο μαύρο μόνο ξέρει να οργανώνεται.
Όλο ελπίζει πως κάποτε θ’ αποτυπώσει τη διαφορά
Ανάμεσα στο χωρισμό και το θάνατο
Ατέλειες έχει όμως ακόμη πολλές η τέχνη του
Αν και όσο πάει μαθαίνει απ’ έξω τη νύχτα
Παπαγαλίζει το σκοτάδι
Κι αισιοδοξεί πως η αδιόρατη στιγμή
όταν η εγκατάλειψη η απλή
Μεταμορφώνεται σε θάνατο οριστικό
Θα συλληφθεί στο τέλος».
(Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ)