Οδοιπορικό στο Πάσχα των Ελλήνων
Το photologio.gr ζήτησε από σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες φωτογράφους να μας χαρίσουν τις δικές τους εικόνες για το Ελληνικό Πάσχα.
Έτσι, για μια άλλη ακόμη χρονιά, καταγράφουμε “Ένα οδοιπορικό στο Πάσχα των Ελλήνων” μέσα από φωτογραφικές στιγμές και αναζητούμε τη μυσταγωγία, την ιεροσύνη της Μεγάλης Εβδομάδας και την πορεία προς την Ανάσταση …
Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο κι εγώ αφού γράφω ποιήματα πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις- θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα θα ’πρεπε κάπως να ’χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε σ’ ένα παγκάκι αθάνατοι καθώς νυχτώνει;(Γιάννης Βαρβέρης – Εσπερινός αγάπης)
Τον ξεχώρισα μόλις τον είδα, ήμουνα ταχτική στα κηρύγματά του·
πούλησα κι ένα κτηματάκι της θειας μου για να τον ακολουθήσω.
Όμως όταν πια όλα τα ξόδεψα, αποφάσισα να πουλήσω και το κορμί μου,
στην αρχή στους ανθρώπους των καραβανιών, κατόπι στους τελώνες·
κοιμήθηκα με σκληροτράχηλους Ρωμαίους κι οι Φαρισαίοι δε μου είναι άγνωστοι.
Κι όμως μέσα σ’ αυτά δεν ξεχνούσα τα μάτια του.
Μήνες για χάρη του έτρεχα απ’ το Ναό στο λιμάνι
κι από την πόλη στο Όρος των Ελαιών.Κύριε μυροπώλη, κάντε μου, σας παρακαλώ, μια μικρή έκπτωση.
Για ένα βάζο αλαβάστρου δε φτάνουν οι οικονομίες μου.
Κι όμως πρέπει να αποχτήσω αυτό το μύρο με τα σαράντα αρώματα.
Μ’ αυτό το μύρο θ’ αλείψω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα μαλλιά θα σφουγγίσω τα πόδια του,
μ’ αυτά τα χείλη, τα πόδια του τα εξαίσια κι άχραντα θα φιλήσω.
Ξέρω, είναι πολύ αυτό το μύρο για τη μετάνοια,
ωστόσο για τον έρωτα είναι λίγο.
Κι αν μια μέρα ασπαστώ το χριστιανισμό, θα είναι για την αγάπη του·
κι αν μαρτυρήσω γι’ Αυτόν, θα ’ναι η αγάπη του που θα μ’ εμπνέει.
Γιατί, κύριε, ο έρωτας μου ανάβει την πίστη κι η αγάπη τη μετάνοια
κι ίσως μείνει αιώνια τ’ όνομά μου σα σύμβολο
εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ.(Ντίνος Χριστιανόπουλος)
Κοιτάχτε μπήκε στη φωτιά! είπε ένας από το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
(Τάκης Σινόπουλος “Ο καιόμενος”)
Ήταν του Μάη το πρόσωπο
του φεγγαριού η ασπράδα
ένα περπάτημα ελαφρύ
σαν σκίρτημα του κάμπου(Νίκος Γκάτσος “Αμοργός” – απόσπασμα)
Ήταν μια δύσκολη υποχώρηση κι’ αυτή, ν’ αφεθή, κι’ ο αέρας του βραδιού να του χτενίζει τα μαλλιά.
Τι κι’ αν έδωσε το τελευταίο φίλημα ο πυρετός τού έκαιγε το στόμα·
τι κι’ αν τ’ αργύρια ομορφαίνουν τη ζωή ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση
Μα εγώ τον συμπόνεσα στην απελπισμένη του κίνηση.
Ήτανε φίλος μου μ’ έβλεπε στον ανήσυχο ύπνο του και τιναζόταν.
Με ξεχώρισε στο ανώνυμο πλήθος και μου ’σφιξε το χέρι – «δε χώρισα ποτέ ευθύνες» είπε «δε δίστασα στην εκλογή, ξέρω πάντα καλά τι είναι αλήθεια»
(Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, «Ιούδας»)
Ακου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ’ τα χείλη των παιδιών
απ’ την άγνοια των χελιδονιών
απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
Ακου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δε γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
(Γιάννης Ρίτσος)
Δευτέρα του Πάσχα στο Γηρομέρι Φιλιατών. Οι μουσικοί της θλίψης τραγουδούν πάνω από τα μνήματα τα αγαπημένα τραγούδια των νεκρών όταν ήταν εν ζωή.
Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν.
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ᾽ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.
(Νίκος Καρούζος)
Θεέ μου Πρωτομάστορα μέσα στις πασχαλινές κι εσύ
Θεέ μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση …(Οδυσσέας Ελύτης)
Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο/ αύριο, αύριο, αύριο λένε:
το Πάσχα του Θεού.. (Ο. Ελύτης)
Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο.Κάθε άνθρωπος
έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,
κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του».(Γ. Ρίτσος)
Χριστέ μου, γιατί φόρεσες αυτό μακρύ πένθιμο φουστάνι κι
αυτά τ’ αγκάθια στο κεφάλι σου; Χάθηκαν τα λουλούδια;
Ή τάχατε, αν φορούσες παπαρούνες πάνου στ’ αχτένιστα μαλλιά
δε θα σ’ την πόρτα του ουρανού;(Γ. Ρίτσος)
Γοερά το βλέπω ετοιμάζεσαι
για την Ανάστασή σου.Την πιστεύω αλλά με θλίβει
όπως μας θλίβουν γοερά
και κάτι άλλα θαύματα που
επαληθεύτηκαν αλλόκοτα:
με το μη μένοντας κοντά μας
όπως μη μένοντας από μεθαύριο Εσύ.Να αναστηθείς βεβαίως
ποιος νεκρός δεν το θέλει
ποιος υποψήφιος.
Αλλά να έμενες κάτω, εδώ
να μένεις ο πλησίον μας.Όσα μας έταξες το είδες
δε γίνονται εκεί πάνω
εν μέσω πολυάσχολων ιλίγγων
και στροβιλισμών της Αναλήψεώς σου.Θέλουνε γη αυτά τα πράγματα
πετρώδη ακανθόσπαρτη
γι’ αυτό και την διεξήλθες τόσον αιματηρά
ίνα άρεις-Συ είπας-
όσα χάσαμε επ’ αυτής.Δε γίνεται τουλάχιστον να μένεις
μια βδομάδα εδώ και μια στο πατρικό σου;
Θαύμα μεγάλο είσαι πια μπορείς
να επιβληθείς στη διανομή σου.
Πώς πηγαινοέρχονται καθημερινά
από εδώ εκεί από κει εδώ
η ζωή και ο θάνατος.Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες
συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε
σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μας υπέβαλαν.Μεγάλωσα όχι θέλω ξεκάθαρους πια
ορατούς λογαριασμούςή σε αγγίζω Ιησού
ή Ανασταίνεσαι δια παντός από κοντά μου.(Κική Δημουλά – Μεγάλη Πέμπτη)
Ω γλυκύν μου έαρ ….
ΣΑΝ ΝΑ ΜΟΝΟΛΟΓΩ, σωπαίνω.
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.
(Οδυσσέας Ελύτης – Μ. Παρασκευή)
Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
[…]Θεριά οι άνθρωποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν…
(Κώστας Βάρναλης)
ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΠΡΑΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».
(Οδυσσέας Ελύτης “Μεγάλη Παρασκευή”)
Αυτός που κρέμασε τον ήλιο
στο μεσοδόκι τ’ ουρανού
κρεμάται σήμερα σε ξύλο
ίλεως, Κύριε, γενού
και στ’ ασπαλάθια της ερήμου
μια μάνα φώναξε «παιδί μου!»Με τ’ Απριλιού τ’ αρχαία μάγια
με των δαιμόνων το φιλί
μπήκε στο σπίτι κουκουβάγια
μπήκε κοράκι στην αυλή
κι όλα τ’ αγρίμια στο λαγκάδι
πήραν το δρόμο για τον ΆδηΘα ξανασπείρει καλοκαίρια
στην άγρια παγωνιά του νου
Αυτός που κάρφωσε τ’ αστέρια
στην άγια σκέπη τ’ ουρανού
κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι
θα γεννηθούμε τότε πάλι
(Νίκος Γκάτσος – Μεγάλη Πέμπτη)
Υπαίθριος καιρός.
Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Φορτωμένες.
Ο καρπός εισακούστηκε το παρελθέτω όχι.
Δεν θα εισπράξουν ούτε φέτος πατέρες
οι λιποψυχίες μας.Ατελής η ελαιογραφία.
Να ξαναδοκιμάσω.Κάτι ελιές πάνε να μαζέψουν ανήφορο.
Τα αργύρια φύλλα τους εποφθαλμιά
η αστραφτερή του τοπίου αγνότητα.
Φύσει καταδότρια η αθωότης.
Αυτή δεν μας παρέδωσε
για ελάχιστα ανεκπλήρωτα αργύρια
στην απώλειά της;Να τονίσω λίγο Φαρισαίον απέναντι.
Τη θάλασσα.(Κική Δημουλά “Μεγάλη Πέμπτη”)
Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.
Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια
σμίγει και σταυρώνεται με την επιθυμία
καθώς διασχίζει τη γη.
Κι ο Χριστός είναι φιλικά εσταυρωμένος.(Νίκος Καρούζος, “Το άφθαρτο ξύλο”)
Και λέει ο Ναζωραίος στους μαθητάδες:
«Το αιώνιο είμαι το φως και σεις λαμπάδες
Φως από φως, στα σκότη,
εσείς πιστοί οδηγοί και οι πρώτοι
καταλυτές των γήινων θρήνων,
που θείο μήνυμα θα φέρετε παντού …(Στέλιος Σπεράντζας – απόσπασμα από το ποίημά του “Μυστικός δείπνος”)
ΟΛΟΕΝΑ ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.(Οδυσσέας Ελύτης – Μεγάλη Τετάρτη από το “Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου”)
… Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει…(απόσπασμα από το τροπάριο της Κασσιανής)
Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,
διορατικά μυρίζουν
όταν κάτι δεν πάει καλά,
κάτι απογοητεύει πάλι.
Η Μεγάλη Εβδομάδα,
όπως στάζει κερί και τάμα
στη θρησκόληπτη ανάμνηση,
στην άθεη απουσία.
Η Κυριακή του Νυμφίου,
όπως αναστατώνει,
βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο
στις αφίξεις.
Οι διάφοροι Νυμφίοι,
που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,
κάποια διήμερη εκδρομή,
κάποια ευκολότερη θρησκεία
που την ασπάζονται.
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή
σε κάθε βήμα,
όπως κατασταλάζεις για το έθιμο,
έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.
Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,
περιμένουν αυγά και τσουρέκι.
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,
τα περιστύλια της υπομονής,
τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις
τον ετήσιο Ιούδα,
πού αργεί να ‘ρθεί
από το ράφτη, απ’ τον κουρέα.
Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις
για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.
Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση
κι η απαρηγορία,
ο νηστικός της ήχος
όπως λιποθυμάει
τα εαρινά αρμόνια
των καθολικών απογευμάτων.
Οι αργίες,
οι αργοπορίες,
οι αγριότητες,
όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.
Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε
κι έφτιαξε τη ζωή του.
Η Μυροφόρος έλλειψις,
που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.
Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων
τη Μεγάλη Εβδομάδα
και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.
Η Αγία Επανάληψη,
η θαυματουργή,
η άχειροποίητος,
όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,
θαμμένη
σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,
σε κάποιο προγονό μας μέλλον.
Όπως την πιστεύω.(Κική Δημουλά)
… Έκλεινε το άσπρο τριαντάφυλλο/ το κεφάλι του, σαν του Ιησού.Σε τρεις μέρες μόνο, είπεκ’ ελάλησε, έκαμε όμοιαστον κόσμο το χρέος του.(κάθε λουλούδι, είναι κ’ ένας Ιησούς) …(Ν. Βρεττάκος, Επί του όρους ομιλία)
Μιχάλης Παππάς – Καστελλόριζο 2018 – Michael Pappas / pculiar.com
Τον νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον,
και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ.
Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής,
Φωτοδότα, και Σώσον με.